- φασκώλαρκτος
- η, Νζωολ. γένος δενδρόβιων μαρσιποφόρων θηλαστικών τής οικογένειας φαλαγγηρίδες, με αντιπροσωπευτικότερο είδος το Phascolarctus cinereus, κν. γνωστό ως κοάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phascolarctos < φάσκωλος «δερμάτινος σάκος» + άρκτος].
Dictionary of Greek. 2013.